πρέμνοθεν: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=premnothen | |Transliteration C=premnothen | ||
|Beta Code=pre/mnoqen | |Beta Code=pre/mnoqen | ||
|Definition=or πρεμν-όθεν, Adv. | |Definition=or πρεμν-όθεν, Adv. [[from the stump]], i. e. [[utterly]], cj. for [[πρυμνόθεν]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span> 71</span>, <span class="bibl">1061</span> (anap.); [[from the bottom]], cj. in <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>35</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:45, 23 August 2022
English (LSJ)
or πρεμν-όθεν, Adv. from the stump, i. e. utterly, cj. for πρυμνόθεν, A. Th. 71, 1061 (anap.); from the bottom, cj. in Call.Del.35.
Greek (Liddell-Scott)
πρέμνοθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ πρέμνου, ἀπὸ τοῦ κατωτάτου τοῦ κορμοῦ, ἐκ ῥίζης, δηλ. ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς· ἡ γραφὴ αὕτη ἐγένετο γενικῶς δεκτὴ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 71. 1056, ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων πρύμνοθεν.
Greek Monolingual
και πρεμνόθεν Α
επίρρ.
1. από το κατώτερο μέρος του κορμού, από τη ρίζα
2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς
3. από τον πάτο, από το βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πλευρό-θεν)].
Greek Monotonic
πρέμνοθεν: επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη ρίζα και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πρέμνοθεν: adv. до основания (πόλις π. πανώλεθρος Aesch. - v.l. πρυμνόθεν).
Middle Liddell
from the stump, i. e. root and branch, utterly, Aesch. [from πρέμνον