προδιομολογέομαι: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodiomologeomai | |Transliteration C=prodiomologeomai | ||
|Beta Code=prodiomologe/omai | |Beta Code=prodiomologe/omai | ||
|Definition= | |Definition=[[agree in allowing beforehand]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>78a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Top.</span>108b15</span>; <b class="b3">π. τινί</b> c. inf., <span class="bibl">D.C.38.14</span>; π. ἵνα… <span class="bibl">Id.62.21</span>:—Pass., [[προδιωμολογημένα]] [[points conceded on both sides beforehand]], [[varia lectio|v.l.]] for [[προσ-]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>241a</span>; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1103b34</span>; τούτου -ομολογηθέντος <span class="bibl">Ph.1.431</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:55, 23 August 2022
English (LSJ)
agree in allowing beforehand, Pl.Ti.78a, Arist. Top.108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα… Id.62.21:—Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προσ- in Pl.Sph.241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.
Greek (Liddell-Scott)
προδιομολογέομαι: ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
convenir auparavant ; ἵνα que ; Pass. être convenu.
Étymologie: πρό, διά, ὁμολογέω.
Greek Monotonic
προδιομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμφωνώ εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προδιομολογέομαι:
1) предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα ῥᾷον, προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;
2) ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to grant beforehand:—Pass. to be granted on both sides beforehand, Arist.