προχωρητικός: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prochoritikos | |Transliteration C=prochoritikos | ||
|Beta Code=proxwrhtiko/s | |Beta Code=proxwrhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν,= | |Definition=ή, όν,= προφορικός, λόγος Numen. ap. <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span> 4.80</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν,= προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.
German (Pape)
[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προχωρητικός: -ή, -όν, = προφορικός, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προχωρῶ
νεοελλ.
φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία
μσν.-αρχ.
(για λόγο) προφορικός.