σκαμωνία: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skamonia
|Transliteration C=skamonia
|Beta Code=skamwni/a
|Beta Code=skamwni/a
|Definition=σκαμώνειον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[σκαμμωνία]].</span>
|Definition=σκαμώνειον, v. [[σκαμμωνία]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμωνία Medium diacritics: σκαμωνία Low diacritics: σκαμωνία Capitals: ΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skamōnía Transliteration B: skamōnia Transliteration C: skamonia Beta Code: skamwni/a

English (LSJ)

σκαμώνειον, v. σκαμμωνία.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, ὀπός, Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch κάμων.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convulvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: -ώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, -νίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)