συνεποκέλλω: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepokello | |Transliteration C=synepokello | ||
|Beta Code=sunepoke/llw | |Beta Code=sunepoke/llw | ||
|Definition= | |Definition=[[put on land together]], Plu.2.161a. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:05, 23 August 2022
English (LSJ)
put on land together, Plu.2.161a.
Greek (Liddell-Scott)
συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.
French (Bailly abrégé)
aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.
Greek Monolingual
Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.