δακτυλιογλύφος: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daktylioglyfos | |Transliteration C=daktylioglyfos | ||
|Beta Code=daktulioglu/fos | |Beta Code=daktulioglu/fos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[engraver of gems]], <span class="bibl">Critias 66</span> D., Phld.<span class="title">Po.Herc.</span>1676.5, <span class="bibl">D.L. 1.57</span>, Gal.12.205. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, engraver of gems, Critias 66 D., Phld.Po.Herc.1676.5, D.L. 1.57, Gal.12.205.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, Steinschneider, Graveur, D. L. 1, 57; Schol. Plat. Rep. V p. 475, 16.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
graveur ou ciseleur sur bagues.
Étymologie: δακτύλιος, γλύφω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ grabador de anillos δ. ... ἐν σιδήρῳ καὶ λιθαρίῳ διὰ τῆς ἐγ[γ] λυφῆς (ποιεῖ) Phld.Po.C 16.7, cf. Critias B 66, SEG 18.36A.138 (Ática IV/III a.C.), Gal.12.205, Poll.7.108, δακτυλιογλύφῳ μὴ ἐξεῖναι σφραγῖδα φυλάττειν τοῦ πραθέντος δακτυλίου D.L.1.57, del padre de Pitágoras, D.L.8.1, Sch.Pl.R.600b, Sud.s.u. Πυθαγόρας, cf. δακτυλόγλυφος.
Greek Monolingual
ο (AM δακτυλιογλύφος)
ο χαράκτης πολύτιμων λίθων, ο τεχνίτης που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -γλυφος < γλύφω.
Greek Monotonic
δακτῠλιογλύφος: ὁ (γλύφω), χαράκτης πολύτιμων λίθων, αυτός που κατασκευάζει σφραγίδες, σε Κριτία.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλιογλύφος: (λῠ) ὁ резчик, гравер Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλιογλύφος -ου, ὁ [δακτυλιογλυφία] graveerder.