διαιρέτης: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diairetis | |Transliteration C=diairetis | ||
|Beta Code=diaire/ths | |Beta Code=diaire/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[divider]], [[distributor]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>273</span>(pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, divider, distributor, Dam.Pr.273(pl.).
German (Pape)
[Seite 579] ὁ, der Trennende, Theilende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ διαιρῶν, διανέμων, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que divide o distribuye διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχων Corn.ND 27, κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτων IEphesos 4A.9 (III a.C.), δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ. la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C, διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶν Dam.in Prm.273, δ.· diuisor, expunctor, Gloss.2.271
•ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέται los que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A, διαιρέται ... τῆς θεότητος Chrys.M.50.704.
Greek Monolingual
ο διαιρώ
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).