κραταιβάτης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krataivatis | |Transliteration C=krataivatis | ||
|Beta Code=krataiba/ths | |Beta Code=krataiba/ths | ||
|Definition=[<b class="b3">βᾰ], ου</b>, Dor. -τᾱς, α, ὁ, | |Definition=[<b class="b3">βᾰ], ου</b>, Dor. -τᾱς, α, ὁ, [[striding in might]], [[epithet]] of Zeus, <span class="title">IG</span>4.669 (Nauplia). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταιβάτης]], -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ορειβάτης]], [[σχοινοβάτης]]. | |mltxt=[[κραταιβάτης]], -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ορειβάτης]], [[σχοινοβάτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 24 August 2022
English (LSJ)
[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ, striding in might, epithet of Zeus, IG4.669 (Nauplia).
Greek Monolingual
κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης, σχοινοβάτης.