λάθος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lathos
|Transliteration C=lathos
|Beta Code=la/qos
|Beta Code=la/qos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[escape from detection]], εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ <span class="bibl">Astramps.<span class="title">Orac.</span>89p.7H.</span></span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό</b>, [[escape from detection]], εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ <span class="bibl">Astramps.<span class="title">Orac.</span>89p.7H.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, πληθ. και λάθια (AM [[λάθος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τυπογραφικό [[λάθος]]» — [[σφάλμα]] σε έντυπο [[κείμενο]] που οφείλεται σε [[αβλεψία]] του τυπογραφείου, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[σφάλμα]] που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. [[παρόραμα]]<br />β) «[[κατά]] [[λάθος]]» ή «εκ λάθους» — [[χωρίς]] να το επιδιώκει [[κάποιος]], εκ παραδρομής, εσφαλμένα<br />γ) «κάνεις [[λάθος]]» ή «έχεις [[λάθος]]» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά<br />δ) «τα λάθη [[είναι]] για τους ανθρώπους» — [[είναι]] [[φυσικό]] στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />[[σφάλμα]], [[πλάνη]], [[αστοχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[μάταια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λάθος]]» — απατώμαι, ξεγελιέμαι<br /><b>αρχ.</b><br />το να διαφεύγει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] την [[προσοχή]] κάποιου («εἰ [[λάθος]] ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[λανθάνω]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />λᾱθος, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[λήθος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, πληθ. και λάθια (AM [[λάθος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τυπογραφικό [[λάθος]]» — [[σφάλμα]] σε έντυπο [[κείμενο]] που οφείλεται σε [[αβλεψία]] του τυπογραφείου, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[σφάλμα]] που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. [[παρόραμα]]<br />β) «[[κατά]] [[λάθος]]» ή «εκ λάθους» — [[χωρίς]] να το επιδιώκει [[κάποιος]], εκ παραδρομής, εσφαλμένα<br />γ) «κάνεις [[λάθος]]» ή «έχεις [[λάθος]]» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά<br />δ) «τα λάθη [[είναι]] για τους ανθρώπους» — [[είναι]] [[φυσικό]] στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />[[σφάλμα]], [[πλάνη]], [[αστοχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[μάταια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λάθος]]» — απατώμαι, ξεγελιέμαι<br /><b>αρχ.</b><br />το να διαφεύγει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] την [[προσοχή]] κάποιου («εἰ [[λάθος]] ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[λανθάνω]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />λᾱθος, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[λήθος]].
}}
}}

Revision as of 02:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθος Medium diacritics: λάθος Low diacritics: λάθος Capitals: ΛΑΘΟΣ
Transliteration A: láthos Transliteration B: lathos Transliteration C: lathos Beta Code: la/qos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, escape from detection, εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ Astramps.Orac.89p.7H.

Greek Monolingual

(I)
το, πληθ. και λάθια (AM λάθος)
νεοελλ.
φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» — σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία του τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα
β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» — χωρίς να το επιδιώκει κάποιος, εκ παραδρομής, εσφαλμένα
γ) «κάνεις λάθος» ή «έχεις λάθος» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά
δ) «τα λάθη είναι για τους ανθρώπους» — είναι φυσικό στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα
(νεοελλ.-μσν.)
σφάλμα, πλάνη, αστοχία
μσν.
1. (ως επίρρ.) μάταια
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λάθος» — απατώμαι, ξεγελιέμαι
αρχ.
το να διαφεύγει κάποιος ή κάτι την προσοχή κάποιου («εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. λανθάνω (< θ. λαθ-, πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον)].
(II)
λᾱθος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λήθος.