αστοχία

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

και αστοχιά (AM ἀστοχία) άστοχος
1. η αποτυχία
2. η πλάνη, το σφάλμα
3. η απερισκεψία, η ανοησία
νεοελλ.
1. η έλλειψη συγκομιδής, η αφορία
2. η δυστυχία
3. η αδεξιότητα που οφείλεται σε απροσεξία
αρχ.
το να μην πετυχαίνει κάποιος τον στόχο.