αστοχία

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

και αστοχιά (AM ἀστοχία) άστοχος
1. η αποτυχία
2. η πλάνη, το σφάλμα
3. η απερισκεψία, η ανοησία
νεοελλ.
1. η έλλειψη συγκομιδής, η αφορία
2. η δυστυχία
3. η αδεξιότητα που οφείλεται σε απροσεξία
αρχ.
το να μην πετυχαίνει κάποιος τον στόχο.