μιλτοπάρηος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miltoparios
|Transliteration C=miltoparios
|Beta Code=miltopa/rhos
|Beta Code=miltopa/rhos
|Definition=ον, (παρειά) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.</span>
|Definition=ον, (παρειά) [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 04:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτοπάρηος Medium diacritics: μιλτοπάρηος Low diacritics: μιλτοπάρηος Capitals: ΜΙΛΤΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: miltopárēos Transliteration B: miltoparēos Transliteration C: miltoparios Beta Code: miltopa/rhos

English (LSJ)

ον, (παρειά) red-cheeked, epithet of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.

Greek Monolingual

μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλοπάρηος, χαλκοπάρῃος].

Greek Monotonic

μιλτοπάρηος: -ον (πᾰρειά), ροδομάγουλος, λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.