νηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nimatikos
|Transliteration C=nimatikos
|Beta Code=nhmatiko/s
|Beta Code=nhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[woven]], [[ὅπλον]], of a band of plaited rope or web- bing, <span class="bibl">Ath.Mech.34.7</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[woven]], [[ὅπλον]], of a band of plaited rope or web- bing, <span class="bibl">Ath.Mech.34.7</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 05:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτικός Medium diacritics: νηματικός Low diacritics: νηματικός Capitals: ΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēmatikós Transliteration B: nēmatikos Transliteration C: nimatikos Beta Code: nhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, woven, ὅπλον, of a band of plaited rope or web- bing, Ath.Mech.34.7.

Greek (Liddell-Scott)

νηματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νῆμα, Ἀθην. π. μηχανημ. ἐν Wesch. Poliore. d. Gr. σ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
φρ. «νηματική κατάσταση»
φυσ.-χημ. ο τύπος της μεσόμορφης κατάστασης υγρού-στερεού ο οποίος πλησιάζει περισσότερο προς την υγρή κατάσταση παρά προς την κρυσταλλική
αρχ.
1. αυτός που έχει υφανθεί, ο υφασμένος, ο υφαντός
2. φρ. «νηματικὸν ὅπλον» — ταινία πλεκτού σχοινιού ή υφαντής ζώνης που αποτελούσε μέρος του οπλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nematic < νήμα, -ατος + κατάλ. -ικός].