ἐξινόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksinoo
|Transliteration C=eksinoo
|Beta Code=e)cino/w
|Beta Code=e)cino/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strip of fibre]] and [[sinew]], [[destroy]], Lyc.841 (Pass.); but [[ἐξινώμενος]] (from [[ἐξινάω]]), = [[ἐκκενούμενος]]... Hsch.; = [[κεκαθαρμένος]], dub. in <span class="title">Com.Adesp.</span>1004.</span>
|Definition=[[strip of fibre]] and [[sinew]], [[destroy]], Lyc.841 (Pass.); but [[ἐξινώμενος]] (from [[ἐξινάω]]), = [[ἐκκενούμενος]]... Hsch.; = [[κεκαθαρμένος]], dub. in <span class="title">Com.Adesp.</span>1004.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῑνόω''': ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, [[καταστρέφω]], Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. [[ὑπέρινος]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».
|lstext='''ἐξῑνόω''': ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, [[καταστρέφω]], Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. [[ὑπέρινος]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».
}}
}}

Revision as of 07:04, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑνόω Medium diacritics: ἐξινόω Low diacritics: εξινόω Capitals: ΕΞΙΝΟΩ
Transliteration A: exinóō Transliteration B: exinoō Transliteration C: eksinoo Beta Code: e)cino/w

English (LSJ)

strip of fibre and sinew, destroy, Lyc.841 (Pass.); but ἐξινώμενος (from ἐξινάω), = ἐκκενούμενος... Hsch.; = κεκαθαρμένος, dub. in Com.Adesp.1004.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑνόω: ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, καταστρέφω, Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. ὑπέρινος. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».