εργαλείο: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM | |mltxt=το (AM ἐργαλεῖον<br />Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)<br />όργανο το οποίο χειρίζεται [[κανείς]] για την [[εκτέλεση]] κάποιας τεχνικής εργασίας.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απαραίτητο [[μέσο]] για [[μελέτη]], [[σπουδή]] κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)<br /><b>2.</b> το [[πέος]]<br /><b>μσν.</b><br />πολεμική [[μηχανή]], πολιορκητικό [[μηχάνημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[κίνητρο]] που ωθεί σε μια [[ενέργεια]] («κακίας [[ὡσανεὶ]] ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργαλον</i> με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i> ([[πρβλ]]. <i>έτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. <i>εργα</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:21, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (AM ἐργαλεῖον
Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)
όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας.
νεοελλ.
1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)
2. το πέος
μσν.
πολεμική μηχανή, πολιορκητικό μηχάνημα
αρχ.-μσν.
1. το κίνητρο που ωθεί σε μια ενέργεια («κακίας ὡσανεὶ ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fέργαλον με παρέκταση -αλ (πρβλ. έτ-αλ-ον). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. εργα-].