ιερείον: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(17)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱερεῑον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. [[ἱερήϊον]] και [[ἱρήϊον]], τὸ (Α) [[ιερεύς]]<br /><b>1.</b> το ζώο που σφαζόταν για [[θυσία]] («[[ἐπεὶ]] οὐχ [[ἱερήϊον]] οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ζώο που σφαζόταν για [[τροφή]], σφαχτό<br /><b>3.</b> [[θυσία]] [[προς]] [[τιμή]] τών [[νεκρών]].
|mltxt=ἱερεῖον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. [[ἱερήϊον]] και [[ἱρήϊον]], τὸ (Α) [[ιερεύς]]<br /><b>1.</b> το ζώο που σφαζόταν για [[θυσία]] («[[ἐπεὶ]] οὐχ [[ἱερήϊον]] οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ζώο που σφαζόταν για [[τροφή]], σφαχτό<br /><b>3.</b> [[θυσία]] [[προς]] [[τιμή]] τών [[νεκρών]].
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

ἱερεῖον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) ιερεύς
1. το ζώο που σφαζόταν για θυσίαἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.)
2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό
3. θυσία προς τιμή τών νεκρών.