μορμολύκειο: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(25)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />(ΑΜ [[μορμολύκειον]] και μορμολυκεῑον) [[μορμολύκη]]<br />[[προσωπίδα]], [[μάσκα]] που παρίστανε το μυθολογικό [[τέρας]] [[Μορμώ]] και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα [[παιδιά]], [[σκιάχτρο]], [[φόβητρο]], [[μπαμπούλας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) πολύ [[άσχημος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μορμολυκεῑον κωμῳδικόν» — κωμική [[μάσκα]].
|mltxt=το<br />(ΑΜ [[μορμολύκειον]] και μορμολυκεῖον) [[μορμολύκη]]<br />[[προσωπίδα]], [[μάσκα]] που παρίστανε το μυθολογικό [[τέρας]] [[Μορμώ]] και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα [[παιδιά]], [[σκιάχτρο]], [[φόβητρο]], [[μπαμπούλας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) πολύ [[άσχημος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μορμολυκεῖον κωμῳδικόν» — κωμική [[μάσκα]].
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το
(ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῖον) μορμολύκη
προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος
αρχ.
φρ. «μορμολυκεῖον κωμῳδικόν» — κωμική μάσκα.