πυρείο: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(35)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[πυρήϊον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> μικρό και [[λεπτό]] [[κομμάτι]] από [[ξύλο]] ή [[χαρτόνι]], στο ένα [[άκρο]] του οποίου υπάρχει [[κεφαλή]] από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με [[τριβή]] σε κατάλληλη [[επιφάνεια]], κν. [[σπίρτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. [[αλλά]] και στον πληθ.) κεραμεικό [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ πυρεῑα</i><br />τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το [[άλλο]] [[ωσότου]] ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μνημ</i>-<i>είον</i>)].
|mltxt=το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[πυρήϊον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> μικρό και [[λεπτό]] [[κομμάτι]] από [[ξύλο]] ή [[χαρτόνι]], στο ένα [[άκρο]] του οποίου υπάρχει [[κεφαλή]] από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με [[τριβή]] σε κατάλληλη [[επιφάνεια]], κν. [[σπίρτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. [[αλλά]] και στον πληθ.) κεραμεικό [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ πυρεῑα</i><br />τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το [[άλλο]] [[ωσότου]] ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μνημ</i>-<i>είον</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο του οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῑα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημ-είον)].