ταγγός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taggos
|Transliteration C=taggos
|Beta Code=taggo/s
|Beta Code=taggo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rancid]], ibid.</span>
|Definition=ή, όν, [[rancid]], ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:39, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταγγός Medium diacritics: ταγγός Low diacritics: ταγγός Capitals: ΤΑΓΓΟΣ
Transliteration A: tangós Transliteration B: tangos Transliteration C: taggos Beta Code: taggo/s

English (LSJ)

ή, όν, rancid, ibid.

German (Pape)

[Seite 1063] ranzig, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ταγγός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Γεωπον. 9. 22, 3· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 341.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταγγός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταγκός και τσαγγός και τσαγκός Ν
1. (για τρόφ.) αυτός που έχει υποστεί τάγγιση, που έχει αλλοιωθεί και έχει προσλάβει δυσάρεστη οσμή και γεύση
2. το θηλ. ως ουσ. η ταγγή
βλ. ταγγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. της λ. ταγγή].