ταυρηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavrilatis
|Transliteration C=tavrilatis
|Beta Code=taurhla/ths
|Beta Code=taurhla/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ταυρελάτης]] ''1'', <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>321.19</span> (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, = [[ταυρελάτης]] ''1'', <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>321.19</span> (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ταυρελάτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί βόδια, [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στη [[Θεσσαλία]]) [[ιππέας]] που μετείχε [[κατά]] τρόπο ενεργό στα [[ταυροκαθάψια]], [[έφιππος]] [[ταυρομάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=και [[ταυρελάτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί βόδια, [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στη [[Θεσσαλία]]) [[ιππέας]] που μετείχε [[κατά]] τρόπο ενεργό στα [[ταυροκαθάψια]], [[έφιππος]] [[ταυρομάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηλάτης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 10:39, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρηλάτης Medium diacritics: ταυρηλάτης Low diacritics: ταυρηλάτης Capitals: ΤΑΥΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: taurēlátēs Transliteration B: taurēlatēs Transliteration C: tavrilatis Beta Code: taurhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].