τριώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trionymos
|Transliteration C=trionymos
|Beta Code=triw/numos
|Beta Code=triw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having three names]], PMag.Par. 1.2546, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.21 (in tit.), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ον, [[having three names]], PMag.Par. 1.2546, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.21 (in tit.), <span class="title">Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:43, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώνῠμος Medium diacritics: τριώνυμος Low diacritics: τριώνυμος Capitals: ΤΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: triṓnymos Transliteration B: triōnymos Transliteration C: trionymos Beta Code: triw/numos

English (LSJ)

ον, having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).

Spanish

que tiene tres nombres

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία ονόματα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο
μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους
2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»
(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].