τροχαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochaikos
|Transliteration C=trochaikos
|Beta Code=troxai+ko/s
|Beta Code=troxai+ko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trochaic]], <span class="bibl">Anon.Rhythm.3.13</span>, <span class="bibl">Heph.3.3</span>, al., <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.3</span>, <span class="bibl">2.1</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">Eust.11.36</span>. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)</span>
|Definition=ή, όν, [[trochaic]], <span class="bibl">Anon.Rhythm.3.13</span>, <span class="bibl">Heph.3.3</span>, al., <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.3</span>, <span class="bibl">2.1</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">Eust.11.36</span>. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:43, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾱϊκός Medium diacritics: τροχαϊκός Low diacritics: τροχαϊκός Capitals: ΤΡΟΧΑΪΚΟΣ
Transliteration A: trochaïkós Transliteration B: trochaikos Transliteration C: trochaikos Beta Code: troxai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. -κῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.