ὀρειλεχής: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreilechis | |Transliteration C=oreilechis | ||
|Beta Code=o)reilexh/s | |Beta Code=o)reilexh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[couching on the hills]], λέοντες <span class="bibl">Emp.127.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:58, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, couching on the hills, λέοντες Emp.127.1.
German (Pape)
[Seite 371] ές, in den Bergen liegend, schlafend, λέοντες, Empedocl. 227 bei Ael. H. A. 12, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειλεχής: -ές, ὁ κοιταζόμενος ἐπὶ τῶν ὀρέων, λέων Ἐμπεδ. 227.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a son repère dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, λέχος.
Greek Monolingual
ὀρειλεχής, -ές (Α)
αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῑς λέοντες», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη-λεχής].
Russian (Dvoretsky)
ὀρειλεχής: имеющий логовище в горах (λέοντες Emped.).