ἔκρηξις: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔκρηξις:''' εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.). | |elrutext='''ἔκρηξις:''' εως ἡ [[разрыв]] (τοῦ νέφους Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἔκρηξις]])<br />[[σπάσιμο]], [[διάρρηξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο [[ρήξη]], [[διάσπαση]] σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («[[έκρηξη]] οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> ξαφνική [[έναρξη]] σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («[[έκρηξη]] κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> (ιατρ. για [[απόστημα]]) [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> «έκρηξις ύδατος» — η [[ανάβρυση]], ο [[τόπος]] όπου αναβρύζει το [[νερό]]<br /><b>4.</b> [[σχίσιμο]] στα δύο («έκρηξις του νέφους»). | |mltxt=η (Α [[ἔκρηξις]])<br />[[σπάσιμο]], [[διάρρηξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο [[ρήξη]], [[διάσπαση]] σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («[[έκρηξη]] οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> ξαφνική [[έναρξη]] σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («[[έκρηξη]] κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> (ιατρ. για [[απόστημα]]) [[άνοιγμα]]<br /><b>3.</b> «έκρηξις ύδατος» — η [[ανάβρυση]], ο [[τόπος]] όπου αναβρύζει το [[νερό]]<br /><b>4.</b> [[σχίσιμο]] στα δύο («έκρηξις του νέφους»). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A breaking out, discharge, Hp.Steril.213; bursting of an abscess, Hippiatr. 20, al.; ἔκρηξις τοῦ ὕδατος Sch.Theoc.7.5. II bursting asunder, τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, der Durchbruch, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρηξις: -εως, ἡ, διάρρηξις, Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. ἐκραγή. ΙΙ. διάρρηξις εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 descarga, salida τῶν καταμηνίων Hp.Steril.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o
•reventón de un absceso Hippiatr.20.1, 96.3.
2 desgarrón τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.
Russian (Dvoretsky)
ἔκρηξις: εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).
Greek Monolingual
η (Α ἔκρηξις)
σπάσιμο, διάρρηξη
νεοελλ.
1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)
2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)
αρχ.
1. σπάσιμο
2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα
3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό
4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις του νέφους»).