συνοίκισις: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνοίκῐσις:''' εως ἡ заселение, колонизация Thuc. | |elrutext='''συνοίκῐσις:''' εως ἡ [[заселение]], [[колонизация]] Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:02, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, combination or union into one city-state, Th.3.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ μίαν πόλιν συνένωσις, Θουκ. 3. 3, Ἀρρ. Ἀν. 1. 4· πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
colonisation.
Étymologie: συνοικίζω.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α συνοικίζω
συνένωση σε μια πολιτεία («πέμψαντες πρέσβυς οὐκ ἔπειθον τοὺς Μυτιληναίους τήν τε ξυνοίκισιν καὶ τὴν παρασκευὴν διαλύειν», Θουκ.).
Greek Monotonic
συνοίκῐσις: -εως, ἡ, συνένωση υπό τη διοίκηση μιας πρωτεύουσας, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνοίκῐσις: εως ἡ заселение, колонизация Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίκῐσις -εως, ἡ, Att. ook ξυνοίκῐσις [συνοικίζω] vereniging tot één stad. Thuc. 3.3.1.
Middle Liddell
συνοίκῐσις, εως, [from συνοικίζω
union with the capital, Thuc.
English (Woodhouse)
a union of smaller towns under a capital city, union in a single state
English > Greek (Woodhouse Quotes Reversed)
political centralisation of small towns under a capital city