διαστείβω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[διαστείβω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> go [[across]] τέρπεται δὲ καί [[τις]] ἐπ' οἶδμ [[ἅλιον]] ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.
|sltr=[[διαστείβω]] go [[across]] τέρπεται δὲ καί [[τις]] ἐπ' οἶδμ [[ἅλιον]] ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:06, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστείβω Medium diacritics: διαστείβω Low diacritics: διαστείβω Capitals: ΔΙΑΣΤΕΙΒΩ
Transliteration A: diasteíbō Transliteration B: diasteibō Transliteration C: diasteivo Beta Code: diastei/bw

English (LSJ)

A go through, across, ἐπ' οἶδμα ναΐ θοᾷ Pi.Fr.221.4. II trample on, τινά Nonn.D.36.239.

German (Pape)

[Seite 603] hindurch schreiten, Pind. frg. 242; τινά, niedertreten, Nonn. D. 36, 239.

Greek (Liddell-Scott)

διαστείβω: διέρχομαι διὰ μέσου, ναῒ θοᾷ Πίνδ. Ἀποσπ. 242. 4. ΙΙ. καταπατῶ, τινὰ Νόνν. Δ. 36. 239.

English (Slater)

διαστείβω go across τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷδιαστείβων (διαμείβων coni. Maas) fr. 221. 5.

Spanish (DGE)

1 atravesar, cruzar ríos y mares ἐπ' οἶδμ' ἅλιον ναῒ θοᾷ διαστείβων Pi.Fr.221.4, δουρατέῳ τροχόεντι διαστείβων ῥόον ὁλκῷ Nonn.D.3.8, (habla un río a otro) γυναῖκες ἡμέας ἀκλύστοισι διαστείβουσι πεδίλοις Nonn.D.23.187.
2 pisar, hollar ταρβαλέῳ πρηῶνα διαστείβουσα πεδίλῳ Nonn.D.32.250
fig., en teol. acuñar φύσιν ἐν ἰδίᾳ μορφῇ Cyr.Al.Cat.Ep.Hebr.1.8 (p.355).
3 pisotear, atropellar διαστείβων ἐλατῆρα pisando (el caballo) a su jinete Nonn.D.36.239.

Greek Monolingual

διαστείβω (Α)
1. προχωρώ διά μέσου
2. καταπατώ.

Russian (Dvoretsky)

διαστείβω: проходить, проплывать (ναῒ θοᾷ Pind.).