θύρασιν: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θῠ́ρᾱσιν | ||
|Medium diacritics=θύρασιν | |Medium diacritics=θύρασιν | ||
|Low diacritics=θύρασιν | |Low diacritics=θύρασιν |
Latest revision as of 10:03, 8 September 2022
English (LSJ)
θύρασι, θύρασιν [ῠ], Adv., (θύρα)
A at the door, without, Ar.V.891,Pax 942, 1023,al.
2 abroad (written θύραισι in codd.), E.El.1074, S. OC401.
French (Bailly abrégé)
c. θύρασι.
Greek Monolingual
θύρασι (θύρασιν) (Α) θύρα
επίρρ.
1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα
2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.].