Ἰσοκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
Line 11: Line 11:
==Wikipedia EL==
==Wikipedia EL==
Ο Ισοκράτης (436 π.Χ. - 338 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας, ένας από τους δέκα Αττικούς ρήτορες. Ήταν από τους σπουδαιότερους ρητοδιδάσκαλους της κλασικής αρχαιότητας, που θεωρείται συγχρόνως ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική κατάσταση του καιρού του. Λίγο μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα, υπήρξε λογογράφος και ρητοροδιδάσκαλος που έζησε και συνέγραψε στα ίδια με εκείνον πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου και της μετάβασης από τον αποκαλούμενο χρυσό αιώνα στην περίοδο παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους. Η ανάμειξη του στα κοινά ήταν έμμεση, όταν με τους λόγους του προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική της Αθήνας εκφράζοντας πανελλήνιες ιδέες. Σώζονται 21 λόγοι του, 9 επιστολές και μερικά άλλα αποσπάσματα.
Ο Ισοκράτης (436 π.Χ. - 338 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας, ένας από τους δέκα Αττικούς ρήτορες. Ήταν από τους σπουδαιότερους ρητοδιδάσκαλους της κλασικής αρχαιότητας, που θεωρείται συγχρόνως ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική κατάσταση του καιρού του. Λίγο μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα, υπήρξε λογογράφος και ρητοροδιδάσκαλος που έζησε και συνέγραψε στα ίδια με εκείνον πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου και της μετάβασης από τον αποκαλούμενο χρυσό αιώνα στην περίοδο παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους. Η ανάμειξη του στα κοινά ήταν έμμεση, όταν με τους λόγους του προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική της Αθήνας εκφράζοντας πανελλήνιες ιδέες. Σώζονται 21 λόγοι του, 9 επιστολές και μερικά άλλα αποσπάσματα.
==Translations==
{{trml
ar: إيسقراط; be: Ісакрат; bg: Исократ; ca: Isòcrates; cs: Isokratés; cy: Isocrates; da: Isokrates; de: Isokrates; el: Ισοκράτης; en: Isocrates; eo: Isokrato; es: Isócrates; eu: Isokrates; fa: ایسوکراتس; fi: Isokrates; fr: Isocrate; gl: Isócrates de Atenas; he: איסוקרטס; hu: Iszokratész; id: Isokratis; is: Ísókrates; it: Isocrate; ja: イソクラテス; kn: ಐಸಾಕ್ರಟೀಸ್; ko: 이소크라테스; la: Isocrates; lt: Isokratas; mk: Исократ; nl: Isocrates; no: Isokrates; pl: Izokrates; pt: Isócrates; ro: Isocrate; ru: Исократ; sh: Izokrat; sl: Izokrat; sq: Isokrati; sv: Isokrates; tr: İsokrates; uk: Ісократ; vi: Isocrates; zh: 伊索克拉底
|trtx=ar: إيسقراط; be: Ісакрат; bg: Исократ; ca: Isòcrates; cs: Isokratés; cy: Isocrates; da: Isokrates; de: Isokrates; el: Ισοκράτης; en: Isocrates; eo: Isokrato; es: Isócrates; eu: Isokrates; fa: ایسوکراتس; fi: Isokrates; fr: Isocrate; gl: Isócrates de Atenas; he: איסוקרטס; hu: Iszokratész; id: Isokratis; is: Ísókrates; it: Isocrate; ja: イソクラテス; kn: ಐಸಾಕ್ರಟೀಸ್; ko: 이소크라테스; la: Isocrates; lt: Isokratas; mk: Исократ; nl: Isocrates; no: Isokrates; pl: Izokrates; pt: Isócrates; ro: Isocrate; ru: Исократ; sh: Izokrat; sl: Izokrat; sq: Isokrati; sv: Isokrates; tr: İsokrates; uk: Ісократ; vi: Isocrates; zh: 伊索克拉底
{{Lewis
{{Lewis
|lshtext=<b>Īsŏcrătes</b>: is, m., = Ἰσοκράτης,><br /><b>I</b> [[Isocrates]], a [[celebrated]] [[orator]] and [[teacher]] of [[rhetoric]] at [[Athens]], a [[pupil]] of [[Gorgias]] and the [[friend]] of [[Plato]], Cic. Or. 52, 176; id. de Or. 2, 13, 57; id. Brut. 56, 204; Quint. 10, 1, 79 et saep.—<br /><b>II</b> Deriv.: Īsŏcrătēus or -īus, a, um, adj., of or pertaining to [[Isocrates]], Isocratic: mos, Cic. Or. 61, 207; id. Fam. 1, 9, 23.—Subst.: Īsŏcrătīus, ĭi, m., a [[pupil]] of [[Isocrates]], Lucil. ap. Gell. 18, 8, 1.
|lshtext=<b>Īsŏcrătes</b>: is, m., = Ἰσοκράτης,><br /><b>I</b> [[Isocrates]], a [[celebrated]] [[orator]] and [[teacher]] of [[rhetoric]] at [[Athens]], a [[pupil]] of [[Gorgias]] and the [[friend]] of [[Plato]], Cic. Or. 52, 176; id. de Or. 2, 13, 57; id. Brut. 56, 204; Quint. 10, 1, 79 et saep.—<br /><b>II</b> Deriv.: Īsŏcrătēus or -īus, a, um, adj., of or pertaining to [[Isocrates]], Isocratic: mos, Cic. Or. 61, 207; id. Fam. 1, 9, 23.—Subst.: Īsŏcrătīus, ĭi, m., a [[pupil]] of [[Isocrates]], Lucil. ap. Gell. 18, 8, 1.
Line 21: Line 21:
{{Georges
{{Georges
|georg=Īsocratēs, is, m. ([[Ἰσοκράτης]]), [[ein]] berühmter [[Rhetor]] in Athen, [[Schüler]] [[des]] Prodikus und [[Gorgias]], [[Lehrer]] vieler ausgezeichneter Männer, [[Verfasser]] vieler [[Reden]], [[von]] denen 21 [[noch]] [[erhalten]] sind, der aus angeborener [[Schüchternheit]] und aus [[Mangel]] an durchdringender [[Stimme]] [[nie]] [[öffentlich]] aufzutreten wagte, der [[aber]] [[durch]] kluge Ratschläge dem Staate nützte und den [[Sturz]] [[des]] Staates [[nach]] der [[Schlacht]] [[bei]] Chäronea [[sich]] so zu Herzen nahm, daß er [[sich]] [[selbst]] (89 Jahre [[alt]]) [[durch]] [[Hunger]] tötete (338 v. Chr.), Cic. [[Brut]]. 32. Quint. 10, 1, 79: Genet. Isocrati, Cic. or. 190; ad Att. 2, 1, 1: Akk. Isocraten, Cic. de sen. 23. Quint. 3, 1, 14. – Dav. Īsocratēus u. Īsocratīus, a, um ([[Ἰσοκράτειος]]), isokrateisch, [[mos]], Vic.: [[ratio]], Cic.: [[quod]] ἄτεχνον et Eisocratium est, Lucil. 186 ([[bei]] Gell. 18, 8, 2). – Plur. subst., Īsocratiī, ōrum, m., die [[Schüler]] od. [[Nachahmer]] [[des]] Isokrates, die Isokratiker, Gell. 18, 8, 1.
|georg=Īsocratēs, is, m. ([[Ἰσοκράτης]]), [[ein]] berühmter [[Rhetor]] in Athen, [[Schüler]] [[des]] Prodikus und [[Gorgias]], [[Lehrer]] vieler ausgezeichneter Männer, [[Verfasser]] vieler [[Reden]], [[von]] denen 21 [[noch]] [[erhalten]] sind, der aus angeborener [[Schüchternheit]] und aus [[Mangel]] an durchdringender [[Stimme]] [[nie]] [[öffentlich]] aufzutreten wagte, der [[aber]] [[durch]] kluge Ratschläge dem Staate nützte und den [[Sturz]] [[des]] Staates [[nach]] der [[Schlacht]] [[bei]] Chäronea [[sich]] so zu Herzen nahm, daß er [[sich]] [[selbst]] (89 Jahre [[alt]]) [[durch]] [[Hunger]] tötete (338 v. Chr.), Cic. [[Brut]]. 32. Quint. 10, 1, 79: Genet. Isocrati, Cic. or. 190; ad Att. 2, 1, 1: Akk. Isocraten, Cic. de sen. 23. Quint. 3, 1, 14. – Dav. Īsocratēus u. Īsocratīus, a, um ([[Ἰσοκράτειος]]), isokrateisch, [[mos]], Vic.: [[ratio]], Cic.: [[quod]] ἄτεχνον et Eisocratium est, Lucil. 186 ([[bei]] Gell. 18, 8, 2). – Plur. subst., Īsocratiī, ōrum, m., die [[Schüler]] od. [[Nachahmer]] [[des]] Isokrates, die Isokratiker, Gell. 18, 8, 1.
}}
}}
}}

Revision as of 16:29, 10 September 2022

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
Isocrate;
1 orateur attique;
2 chef corinthien.

Russian (Dvoretsky)

Ἰσοκράτης: ους ὁ Исократ
1) сын Теодора, уроженец Афин, один из 10 крупнейших атт. ораторов, 436-338 гг. до н. э., окончил жизнь самоубийством после того, как Филипп Македонский разбил афинские и беотийские войска при Херонее Plat., Arst., Luc., Plut.;
2) один из коринфских военачальников во время Пелопоннесской войны Thuc.

Wikipedia EN

Isocrates (/aɪˈsɒkrəˌtiːz/; Greek: Ἰσοκράτης [isokrátɛ̂ːs]; 436–338 BC), an ancient Greek rhetorician, was one of the ten Attic orators. Among the most influential Greek rhetoricians of his time, Isocrates made many contributions to rhetoric and education through his teaching and written works.

Greek rhetoric is commonly traced to Corax of Syracuse, who first formulated a set of rhetorical rules in the fifth century BC. His pupil Tisias was influential in the development of the rhetoric of the courtroom, and by some accounts was the teacher of Isocrates. Within two generations, rhetoric had become an important art, its growth driven by social and political changes such as democracy and courts of law.

Wikipedia EL

Ο Ισοκράτης (436 π.Χ. - 338 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας, ένας από τους δέκα Αττικούς ρήτορες. Ήταν από τους σπουδαιότερους ρητοδιδάσκαλους της κλασικής αρχαιότητας, που θεωρείται συγχρόνως ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική κατάσταση του καιρού του. Λίγο μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα, υπήρξε λογογράφος και ρητοροδιδάσκαλος που έζησε και συνέγραψε στα ίδια με εκείνον πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου και της μετάβασης από τον αποκαλούμενο χρυσό αιώνα στην περίοδο παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους. Η ανάμειξη του στα κοινά ήταν έμμεση, όταν με τους λόγους του προσπάθησε να παρέμβει στην πολιτική της Αθήνας εκφράζοντας πανελλήνιες ιδέες. Σώζονται 21 λόγοι του, 9 επιστολές και μερικά άλλα αποσπάσματα.

Translations

ar: إيسقراط; be: Ісакрат; bg: Исократ; ca: Isòcrates; cs: Isokratés; cy: Isocrates; da: Isokrates; de: Isokrates; el: Ισοκράτης; en: Isocrates; eo: Isokrato; es: Isócrates; eu: Isokrates; fa: ایسوکراتس; fi: Isokrates; fr: Isocrate; gl: Isócrates de Atenas; he: איסוקרטס; hu: Iszokratész; id: Isokratis; is: Ísókrates; it: Isocrate; ja: イソクラテス; kn: ಐಸಾಕ್ರಟೀಸ್; ko: 이소크라테스; la: Isocrates; lt: Isokratas; mk: Исократ; nl: Isocrates; no: Isokrates; pl: Izokrates; pt: Isócrates; ro: Isocrate; ru: Исократ; sh: Izokrat; sl: Izokrat; sq: Isokrati; sv: Isokrates; tr: İsokrates; uk: Ісократ; vi: Isocrates; zh: 伊索克拉底

Latin > English (Lewis & Short)

Īsŏcrătes: is, m., = Ἰσοκράτης,>
I Isocrates, a celebrated orator and teacher of rhetoric at Athens, a pupil of Gorgias and the friend of Plato, Cic. Or. 52, 176; id. de Or. 2, 13, 57; id. Brut. 56, 204; Quint. 10, 1, 79 et saep.—
II Deriv.: Īsŏcrătēus or -īus, a, um, adj., of or pertaining to Isocrates, Isocratic: mos, Cic. Or. 61, 207; id. Fam. 1, 9, 23.—Subst.: Īsŏcrătīus, ĭi, m., a pupil of Isocrates, Lucil. ap. Gell. 18, 8, 1.

Latin > French (Gaffiot 2016)

Īsŏcrătēs,¹⁴ is, m. (Ἰσοκράτης), Isocrate [célèbre rhéteur athénien] : Cic. de Or. 2, 57 ; Or. 176.

Latin > German (Georges)

Īsocratēs, is, m. (Ἰσοκράτης), ein berühmter Rhetor in Athen, Schüler des Prodikus und Gorgias, Lehrer vieler ausgezeichneter Männer, Verfasser vieler Reden, von denen 21 noch erhalten sind, der aus angeborener Schüchternheit und aus Mangel an durchdringender Stimme nie öffentlich aufzutreten wagte, der aber durch kluge Ratschläge dem Staate nützte und den Sturz des Staates nach der Schlacht bei Chäronea sich so zu Herzen nahm, daß er sich selbst (89 Jahre alt) durch Hunger tötete (338 v. Chr.), Cic. Brut. 32. Quint. 10, 1, 79: Genet. Isocrati, Cic. or. 190; ad Att. 2, 1, 1: Akk. Isocraten, Cic. de sen. 23. Quint. 3, 1, 14. – Dav. Īsocratēus u. Īsocratīus, a, um (Ἰσοκράτειος), isokrateisch, mos, Vic.: ratio, Cic.: quod ἄτεχνον et Eisocratium est, Lucil. 186 (bei Gell. 18, 8, 2). – Plur. subst., Īsocratiī, ōrum, m., die Schüler od. Nachahmer des Isokrates, die Isokratiker, Gell. 18, 8, 1.