θεσμοθετεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεσμοθετεῖον:''' τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut.
|elrutext='''θεσμοθετεῖον:''' τό [[тесмотетей]] (место собрания тесмотетов) Plut.
}}
}}

Revision as of 10:50, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοθετεῖον Medium diacritics: θεσμοθετεῖον Low diacritics: θεσμοθετείον Capitals: ΘΕΣΜΟΘΕΤΕΙΟΝ
Transliteration A: thesmotheteîon Transliteration B: thesmotheteion Transliteration C: thesmotheteion Beta Code: qesmoqetei=on

English (LSJ)

τό, hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt.337d, Suid.s.v. ἄρχων.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοθετεῖον: τό, ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ συνήρχοντο οἱ θεσμοθέται, Λατ. basilica Thesmothetarum, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 4, 7. 8. Πλούτ. 2. 613B· ὡσαύτως θεσμοθέσιον, τό, αὐτόθι 714B, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 337D· -θέτιον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πρυτανεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θεσμοθέσιον.

Greek Monolingual

θεσμοθετεῖον και θεσμοθέτιον και θεσμοθέσιον, τὸ (Α) θεσμοθέτης
αίθουσα όπου συγκεντρώνονταν αρχικά οι θεσμοθέτες και ύστερα οι εννέα άρχοντες.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοθετεῖον: τό тесмотетей (место собрания тесмотетов) Plut.