χοιρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "χοῑρος" to "χοῖρος")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ [[χοῑρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, [[χοιρινός]].
|mltxt=-όν, ΜΑ [[χοῖρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, [[χοιρινός]].
}}
}}

Revision as of 08:58, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρικός Medium diacritics: χοιρικός Low diacritics: χοιρικός Capitals: ΧΟΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: choirikós Transliteration B: choirikos Transliteration C: choirikos Beta Code: xoiriko/s

English (LSJ)

ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ χοῖρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός.