διοπτεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "<b class="b2">*Deff</b>" to "*Deff")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dioptei/a
|Beta Code=dioptei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seeing through]], τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span> 3.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[use of the]] [[διόπτρα]], Hero *Deff.135.8.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seeing through]], τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span> 3.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[use of the]] [[διόπτρα]], Hero *Deff.135.8.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[observación mediante un instrumento de precisión]] ([[γεωδαισία]]) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero <i>Def</i>.135.8, cf. Papp.<i>in Alm</i>.93.1, Procl.<i>Hyp</i>.4.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοπτεία''': ἡ, [[παρατήρησις]] διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.
|lstext='''διοπτεία''': ἡ, [[παρατήρησις]] διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[observación mediante un instrumento de precisión]] ([[γεωδαισία]]) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero <i>Def</i>.135.8, cf. Papp.<i>in Alm</i>.93.1, Procl.<i>Hyp</i>.4.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διοπτεία]], η (Α) [[διοπτεύω]]<br />η [[διόπτευση]].
|mltxt=[[διοπτεία]], η (Α) [[διοπτεύω]]<br />η [[διόπτευση]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτεία Medium diacritics: διοπτεία Low diacritics: διοπτεία Capitals: ΔΙΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: diopteía Transliteration B: diopteia Transliteration C: diopteia Beta Code: dioptei/a

English (LSJ)

ἡ, A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17. II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.

Greek Monolingual

διοπτεία, η (Α) διοπτεύω
η διόπτευση.