δολοπλανής: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=doloplanh/s
|Beta Code=doloplanh/s
|Definition=ές, [[treacherous]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.126</span>.
|Definition=ές, [[treacherous]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.126</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δολοπλᾰνής) -ές [[traicionero]] θεά de Apate, Nonn.<i>D</i>.8.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολοπλᾰνής''': -ές, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἄπιστος]], διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.
|lstext='''δολοπλᾰνής''': -ές, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἄπιστος]], διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δολοπλᾰνής) -ές [[traicionero]] θεά de Apate, Nonn.<i>D</i>.8.126.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δολοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που πλανά τους άλλους χρησιμοποιώντας δόλο.
|mltxt=[[δολοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που πλανά τους άλλους χρησιμοποιώντας δόλο.
}}
}}

Revision as of 11:17, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοπλᾰνής Medium diacritics: δολοπλανής Low diacritics: δολοπλανής Capitals: ΔΟΛΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: doloplanḗs Transliteration B: doloplanēs Transliteration C: doloplanis Beta Code: doloplanh/s

English (LSJ)

ές, treacherous, Nonn.D.8.126.

Spanish (DGE)

(δολοπλᾰνής) -ές traicionero θεά de Apate, Nonn.D.8.126.

German (Pape)

[Seite 655] ές, durch Listen irreführend, täuschend; Nonn. D. 8, 126.

Greek (Liddell-Scott)

δολοπλᾰνής: -ές, δόλιος, πανοῦργος, ἄπιστος, διὰ δόλου πλανῶν, Νόνν. Δ. 8. 126.

Greek Monolingual

δολοπλανής, -ές (Α)
αυτός που πλανά τους άλλους χρησιμοποιώντας δόλο.