διύλισμα: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diu/lisma
|Beta Code=diu/lisma
|Definition=ατος, τό, [[filtered]] or [[clarified liquor]], Gal.12.836.
|Definition=ατος, τό, [[filtered]] or [[clarified liquor]], Gal.12.836.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[líquido filtrado o colado]] Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διύλισμα''': τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.
|lstext='''διύλισμα''': τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[líquido filtrado o colado]] Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διύλισμα]])<br />το καθαρό [[υγρό]] που προέρχεται από [[διύλιση]].
|mltxt=το (AM [[διύλισμα]])<br />το καθαρό [[υγρό]] που προέρχεται από [[διύλιση]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διῡλισμα Medium diacritics: διύλισμα Low diacritics: διύλισμα Capitals: ΔΙΥΛΙΣΜΑ
Transliteration A: diúlisma Transliteration B: diulisma Transliteration C: diylisma Beta Code: diu/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, filtered or clarified liquor, Gal.12.836.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
líquido filtrado o colado Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.

German (Pape)

[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.

Greek Monolingual

το (AM διύλισμα)
το καθαρό υγρό που προέρχεται από διύλιση.