ἀμορφύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)morfu/nw
|Beta Code=a)morfu/nw
|Definition== [[ἀμορφόω]] ([[disfigure]]), Antim. 72.
|Definition== [[ἀμορφόω]] ([[disfigure]]), Antim. 72.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desfigurar]] Antim.112<br /><b class="num">•</b>explicado como [[no actuar convenientemente]] Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμορφύνω''': καθιστῶ τι κακόμορφον ἢ δύσμορφον, [[ἀσχημίζω]] τι, ἀμορφύνειν ἐθέλουσιν Ἀντίμαχος, ἀντὶ τοῦ ἀμορφοποιεῖν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1, σ. 55. 30: - οὕτω καὶ ἀμορφόω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 269.
|lstext='''ἀμορφύνω''': καθιστῶ τι κακόμορφον ἢ δύσμορφον, [[ἀσχημίζω]] τι, ἀμορφύνειν ἐθέλουσιν Ἀντίμαχος, ἀντὶ τοῦ ἀμορφοποιεῖν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1, σ. 55. 30: - οὕτω καὶ ἀμορφόω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 269.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desfigurar]] Antim.112<br /><b class="num">•</b>explicado como [[no actuar convenientemente]] Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμορφύνω]] (Α) [[ἄμορφος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] άμορφο, το [[ασχημίζω]].
|mltxt=[[ἀμορφύνω]] (Α) [[ἄμορφος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] άμορφο, το [[ασχημίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμορφύνω Medium diacritics: ἀμορφύνω Low diacritics: αμορφύνω Capitals: ΑΜΟΡΦΥΝΩ
Transliteration A: amorphýnō Transliteration B: amorphynō Transliteration C: amorfyno Beta Code: a)morfu/nw

English (LSJ)

= ἀμορφόω (disfigure), Antim. 72.

Spanish (DGE)

desfigurar Antim.112
explicado como no actuar convenientemente Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορφύνω: καθιστῶ τι κακόμορφον ἢ δύσμορφον, ἀσχημίζω τι, ἀμορφύνειν ἐθέλουσιν Ἀντίμαχος, ἀντὶ τοῦ ἀμορφοποιεῖν, Ἀνέκδ. Ὀξ. 1, σ. 55. 30: - οὕτω καὶ ἀμορφόω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 269.

Greek Monolingual

ἀμορφύνω (Α) ἄμορφος
κάνω κάτι άμορφο, το ασχημίζω.