ἀνθράκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqra/kwma
|Beta Code=a)nqra/kwma
|Definition=ατος, τό, [[heap]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[fire]], Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.45.
|Definition=ατος, τό, [[heap]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[fire]], Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.45.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
|lstext='''ἀνθράκωμα''': τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, [[ἔπειτα]] ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[montón de carbón]], [[fuego de carbón]] καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.<i>Eup</i>.1.45, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.135.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα.
|mltxt=και αθράκωμα, το (Α [[ἀνθράκωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απανθράκωση]]<br /><b>2.</b> το [[οίδημα]] [[άνθραξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρακιά]], [[φωτιά]] από κάρβουνα.
}}
}}

Revision as of 13:18, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰ́κωμα Medium diacritics: ἀνθράκωμα Low diacritics: ανθράκωμα Capitals: ΑΝΘΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: anthrákōma Transliteration B: anthrakōma Transliteration C: anthrakoma Beta Code: a)nqra/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
montón de carbón, fuego de carbón καδμεία λεπτὴ ... ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος Dsc.Eup.1.45, cf. Hierocl.Facet.135.

German (Pape)

[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.

Greek Monolingual

και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα)
νεοελλ.
1. απανθράκωση
2. το οίδημα άνθραξ
αρχ.
ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα.