ἐναροκτάντας: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)narokta/ntas | |Beta Code=e)narokta/ntas | ||
|Definition=Dor. for <b class="b3">-της, ου, ὁ</b>, [[spoiler and slayer]], of death, <span class="bibl">A. <span class="title">Fr.</span>151</span> (lyr.). | |Definition=Dor. for <b class="b3">-της, ου, ὁ</b>, [[spoiler and slayer]], of death, <span class="bibl">A. <span class="title">Fr.</span>151</span> (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐνᾰροκτάντας) -ου, ὁ [[que mata y se lleva los despojos]] A.<i>Fr</i>.151. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾰροκτάντας''': Δωρ. ἀντὶ ἐναροκτάντης, [[ἀνδροφόνος]], ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152, πρβλ. Ἑρμάννου Πονημάτ. (Opusc.) 5. 149, κἑξ. | |lstext='''ἐνᾰροκτάντας''': Δωρ. ἀντὶ ἐναροκτάντης, [[ἀνδροφόνος]], ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152, πρβλ. Ἑρμάννου Πονημάτ. (Opusc.) 5. 149, κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναροκτάντας]], ο (δωρ. τ. [[αντί]] <i>ἐναροκτάντης</i>) (Α) [[έναρα]] <span style="color: red;">+</span> [[κτείνω]]]]<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει<br /><b>2.</b> ο [[ανδροφόνος]], ο φονεύων άνδρες. | |mltxt=[[ἐναροκτάντας]], ο (δωρ. τ. [[αντί]] <i>ἐναροκτάντης</i>) (Α) [[έναρα]] <span style="color: red;">+</span> [[κτείνω]]]]<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει<br /><b>2.</b> ο [[ανδροφόνος]], ο φονεύων άνδρες. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. for -της, ου, ὁ, spoiler and slayer, of death, A. Fr.151 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐνᾰροκτάντας) -ου, ὁ que mata y se lleva los despojos A.Fr.151.
German (Pape)
[Seite 830] ὁ, der Getödteten beraubend, tödtend, Aesch. frg. 144.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰροκτάντας: Δωρ. ἀντὶ ἐναροκτάντης, ἀνδροφόνος, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152, πρβλ. Ἑρμάννου Πονημάτ. (Opusc.) 5. 149, κἑξ.
Greek Monolingual
ἐναροκτάντας, ο (δωρ. τ. αντί ἐναροκτάντης) (Α) έναρα + κτείνω]]
1. αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει
2. ο ανδροφόνος, ο φονεύων άνδρες.