ἔγχυλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/gxulos | |Beta Code=e)/gxulos | ||
|Definition=ον, [[juicy]], [[succulent]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>59</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.11.15</span> (Comp.); ἰχθύς <span class="bibl">Agatharch.40</span>; [[savoury]], <span class="bibl">Alex. 124.12</span>; [[soft-boiled]], of eggs, Gal.6.707. Adv. -λως dub. in Archig. ap. Gal.8.931. | |Definition=ον, [[juicy]], [[succulent]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>59</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.11.15</span> (Comp.); ἰχθύς <span class="bibl">Agatharch.40</span>; [[savoury]], <span class="bibl">Alex. 124.12</span>; [[soft-boiled]], of eggs, Gal.6.707. Adv. -λως dub. in Archig. ap. Gal.8.931. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de alimentos [[jugoso]], [[que contiene líquido]] σιτία λίαν ἔγχυλα Hp.<i>Int</i>.20, ὑγραίνει διὰ τὸ ἔγχυλον εἶναι Hp.<i>Vict</i>.2.55, de bayas, Thphr.<i>CP</i> 6.6.4, ῥίζαι Thphr.<i>CP</i> 6.11.15<br /><b class="num">•</b>de donde [[tierno]], [[jugoso]], [[suculento]] en sent. gastron. κρεΐσκον ... ὕειον Alex.194, ref. al punto culinario de cocción τὰ κρεᾴδια ... οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ' Alex.129.11, cf. Dieuch.17.12, ὁ ἰχθύς D.S.3.18, cf. Agatharch.40<br /><b class="num">•</b>de los huevos pasados por agua [[blando]] ἔτ' ἐγχύλων ὄντων Gal.6.707<br /><b class="num">•</b>[[tierno]], [[jugoso]], [[verde]] de legumbres todavía no desecadas, Thphr.<i>CP</i> 4.12.11, 13.3, κλάδος D.S.3.24, cf. 16.7.<br /><b class="num">2</b> de residuos [[imbuido de líquido]], [[muy fluido]] τὰ διαχωρητικὰ Hp.<i>Aff</i>.59.<br /><b class="num">II</b> en la teoría de las sensaciones [[que tiene en sí χυλός como soporte del sabor]], [[sápido]] de minerales ἔγχυλα φαίνεται καὶ ὀσμώδη Thphr.<i>CP</i> 6.3.2, cf. 6.5, 17.6.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως medic. [[a modo de líquido o fluido]], [[como conteniendo un líquido]] διασεσαγμένη ἐ. la incidencia de la arteria en el pulso hinchada como conteniendo un líquido</i> Archig. en Gal.8.509, τῷ τε ἄρτῳ ... χρηστέον ἐκ τῶν βελτίστων πυρῶν ... ἐ. δ' ὠπτημένων Orib.45.29.53. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγχῡλος''': -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ χυλόν, τὰ ὄσπρια θερίζουσιν ἐγχυλότερα καὶ πρὸς τὸ δύνασθαι συλλέγειν, ξηρανθέντα γὰρ διαρρεῖ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 3: «ζουμερὸς» [[γευστικός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπεξηραμμένος, τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 12. - Ἐπίρρ. -λως Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 8. σ. 156. | |lstext='''ἔγχῡλος''': -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ χυλόν, τὰ ὄσπρια θερίζουσιν ἐγχυλότερα καὶ πρὸς τὸ δύνασθαι συλλέγειν, ξηρανθέντα γὰρ διαρρεῖ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 3: «ζουμερὸς» [[γευστικός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπεξηραμμένος, τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 12. - Ἐπίρρ. -λως Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 8. σ. 156. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔγχυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί<br /><b>3.</b> (για [[αβγό]] βραστό) [[μελάτος]]. | |mltxt=[[ἔγχυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί<br /><b>3.</b> (για [[αβγό]] βραστό) [[μελάτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, juicy, succulent, Hp.Aff.59, Thphr.CP6.11.15 (Comp.); ἰχθύς Agatharch.40; savoury, Alex. 124.12; soft-boiled, of eggs, Gal.6.707. Adv. -λως dub. in Archig. ap. Gal.8.931.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de alimentos jugoso, que contiene líquido σιτία λίαν ἔγχυλα Hp.Int.20, ὑγραίνει διὰ τὸ ἔγχυλον εἶναι Hp.Vict.2.55, de bayas, Thphr.CP 6.6.4, ῥίζαι Thphr.CP 6.11.15
•de donde tierno, jugoso, suculento en sent. gastron. κρεΐσκον ... ὕειον Alex.194, ref. al punto culinario de cocción τὰ κρεᾴδια ... οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ' Alex.129.11, cf. Dieuch.17.12, ὁ ἰχθύς D.S.3.18, cf. Agatharch.40
•de los huevos pasados por agua blando ἔτ' ἐγχύλων ὄντων Gal.6.707
•tierno, jugoso, verde de legumbres todavía no desecadas, Thphr.CP 4.12.11, 13.3, κλάδος D.S.3.24, cf. 16.7.
2 de residuos imbuido de líquido, muy fluido τὰ διαχωρητικὰ Hp.Aff.59.
II en la teoría de las sensaciones que tiene en sí χυλός como soporte del sabor, sápido de minerales ἔγχυλα φαίνεται καὶ ὀσμώδη Thphr.CP 6.3.2, cf. 6.5, 17.6.
III adv. -ως medic. a modo de líquido o fluido, como conteniendo un líquido διασεσαγμένη ἐ. la incidencia de la arteria en el pulso hinchada como conteniendo un líquido Archig. en Gal.8.509, τῷ τε ἄρτῳ ... χρηστέον ἐκ τῶν βελτίστων πυρῶν ... ἐ. δ' ὠπτημένων Orib.45.29.53.
German (Pape)
[Seite 714] saftig, Theophr.; auch κρεάδια, Alexis bei Ath. IX, 383 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ χυλόν, τὰ ὄσπρια θερίζουσιν ἐγχυλότερα καὶ πρὸς τὸ δύνασθαι συλλέγειν, ξηρανθέντα γὰρ διαρρεῖ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 3: «ζουμερὸς» γευστικός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπεξηραμμένος, τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 12. - Ἐπίρρ. -λως Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 8. σ. 156.
Greek Monolingual
ἔγχυλος, -ον (Α)
1. χυμώδης, ζουμερός
2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί
3. (για αβγό βραστό) μελάτος.