ἔνθρυσκον: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)/nqruskon
|Beta Code=e)/nqruskon
|Definition=τό, = [[ἄνθρυσκον]] ([[quod vide|q.v.]]).
|Definition=τό, = [[ἄνθρυσκον]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνθρυσκον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνθρυσκον''': τό, ἴδε ἐν λ. [[ἄνθρυσκον]].
|lstext='''ἔνθρυσκον''': τό, ἴδε ἐν λ. [[ἄνθρυσκον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνθρυσκον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνθρυσκον]] και [[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />άγριο [[φυτό]] με σκιαδωτό [[άνθος]], [[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]] παρόμοιο με τον [[άνηθο]] και τον [[μάραθο]].
|mltxt=[[ἔνθρυσκον]] και [[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />άγριο [[φυτό]] με σκιαδωτό [[άνθος]], [[κατά]] το [[λεξικό]] [[Σούδα]] παρόμοιο με τον [[άνηθο]] και τον [[μάραθο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθρυσκον Medium diacritics: ἔνθρυσκον Low diacritics: ένθρυσκον Capitals: ΕΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: énthryskon Transliteration B: enthryskon Transliteration C: enthryskon Beta Code: e)/nqruskon

English (LSJ)

τό, = ἄνθρυσκον (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἄνθρυσκον.

German (Pape)

[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.

Greek Monolingual

ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.