ἔνθρυσκον

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθρυσκον Medium diacritics: ἔνθρυσκον Low diacritics: ένθρυσκον Capitals: ΕΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: énthryskon Transliteration B: enthryskon Transliteration C: enthryskon Beta Code: e)/nqruskon

English (LSJ)

τό, = ἄνθρυσκον (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἄνθρυσκον.

German (Pape)

[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.

Greek Monolingual

ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.