δικτάτωρ: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0630.png Seite 630]] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0630.png Seite 630]] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>= lat.</i> dictator, dictateur <i>à Rome</i>. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικτάτωρ''': [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι [[δικτάτωρ]], Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ. | |lstext='''δικτάτωρ''': [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι [[δικτάτωρ]], Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat. dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτατωρεία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Morfología: [gen. -ωρος Plu.2.283b, 768a]
lat. dictator
1 dictador en Roma magistrado extraordinario nombrado en situaciones de emergencia, Plb.3.87.6, 103.4, D.S.12.80, Plu.Fab.10, ἐνιαυσίους ἄρχοντας ἀποδεῖξαι τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι, καλεῖν δ' αὐτοὺς δικτάτορας D.H.5.74, cf. Plu.Cam.18, de Sila ἐς ἀεὶ δ. γενόμενος App.BC 1.3, cf. IStratonikeia 505.105, 127 (I a.C.), Chronicum Romanum A 5, de Julio César SEG 34.177 (Atenas I a.C.), δ. τὸ δεύτερον SEG 14.561 (Quíos I a.C.), IP 379.4 (I a.C.), I.AI 14.190, δ. τ[ὸ τ] ρίτον IG 12(2).35b.7 (Mitilene I a.C.), δ. διὰ βίου SEG 39.1290.5 (Sardes I a.C.)
•gener. dominador, que domina o gobierna Ῥώμης δικτάτορος οὔσης Orac.Sib.12.13.
2 como adj. dictatorial, de dictador δ. ἀρχή poder dictatorial, dictadura D.H.6.33, App.BC 3.25.
German (Pape)
[Seite 630] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
= lat. dictator, dictateur à Rome.
Greek (Liddell-Scott)
δικτάτωρ: [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι δικτάτωρ, Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ.
Greek Monolingual
ο
βλ. δικτάτορας.
Greek Monotonic
δικτάτωρ: [ᾱ], -ορος ή -ωρος, ὁ, Ρωμαίος dictator, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δικτάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ (лат. dictator) диктатор Polyb., Plut.
Middle Liddell
δικτά¯τωρ, ορος ορ ωρος, ὁ, n n
the Roman dictator, Polyb.