θηρατής: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ὁ, der Jäger; [[ἀνήρ]] Ael. H. A. 13, 12; übertr., λόγων Ar. Nubb. 357; δόξης D. L. 8, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ὁ, der Jäger; [[ἀνήρ]] Ael. H. A. 13, 12; übertr., λόγων Ar. Nubb. 357; δόξης D. L. 8, 8.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρᾱτής''': -οῦ, ὁ ([[θηράω]]) κυνηγός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 12· μεταφ., θ. λόγων, Λατ. auceps verborum, Ἀριστοφ. Νεφ. 358· δόξης Διογ. Λ. 8. 8, κτλ.
|lstext='''θηρᾱτής''': -οῦ, ὁ ([[θηράω]]) κυνηγός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 12· μεταφ., θ. λόγων, Λατ. auceps verborum, Ἀριστοφ. Νεφ. 358· δόξης Διογ. Λ. 8. 8, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱτής Medium diacritics: θηρατής Low diacritics: θηρατής Capitals: ΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: thēratḗs Transliteration B: thēratēs Transliteration C: thiratis Beta Code: qhrath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (θηράω) hunter, Ael.NA13.12, PSI3.222.7 (iii A.D.): metaph., θ. λόγων Ar.Nu.358; δόξης D.L.8.8; τῶν ἀδήλων Philostr.Jun.Im. 1.

German (Pape)

[Seite 1209] ὁ, der Jäger; ἀνήρ Ael. H. A. 13, 12; übertr., λόγων Ar. Nubb. 357; δόξης D. L. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτής: -οῦ, ὁ (θηράω) κυνηγός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 12· μεταφ., θ. λόγων, Λατ. auceps verborum, Ἀριστοφ. Νεφ. 358· δόξης Διογ. Λ. 8. 8, κτλ.

Greek Monolingual

θηρατής, ὁ (Α) θηρώ
1. κυνηγός
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει, που κυνηγά κάτι (α. «θηρατὴς λόγων», Αριστοφ.
β. «θηρατὴς δόξης», Διογ. Λαέρ.).

Greek Monotonic

θηρᾱτής: -οῦ, ὁ, = θηρευτικός· μεταφ., τὰ θηρατὰ τῶν φίλων, τεχνάσματα μέσω των οποίων κάποιος κερδίζει φίλους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θηρᾱτής: οῦ ὁ досл. охотник, перен. ловец (λόγων Arph.; δόξης Diog. L.).

Middle Liddell

θηρᾱτής, οῦ, = θηρᾱτήρ; metaph., θ. λόγων]
one who hunts for words, Ar.