καταχρώζω: Difference between revisions
From LSJ
(1ab) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[καταχρώννυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρῴζω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ. | |lstext='''καταχρώζω''': τῷ ἑπομένῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:45, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.
Greek Monolingual
καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].
Greek Monotonic
καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.