λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lofih/ths
|Beta Code=lofih/ths
|Definition=ου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], <span class="title">AP</span>6.79 (Agath.).
|Definition=ου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], <span class="title">AP</span>6.79 (Agath.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.

Middle Liddell

λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.