λοιδόρημα: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=loido/rhma | |Beta Code=loido/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, [[railing]], [[abuse]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1128a30</span>; τὸν πτωχὸν λ. ποιεῖσθαι Plu.2.607a. | |Definition=ατος, τό, [[railing]], [[abuse]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1128a30</span>; τὸν πτωχὸν λ. ποιεῖσθαι Plu.2.607a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />reproche blessant, injure : [[λοιδόρημα]] ποιεῖσθαί τινα PLUT outrager qqn.<br />'''Étymologie:''' [[λοιδορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιδόρημα''': τό, [[ὕβρις]], [[κακολογία]], [[σκῶμμα]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· τὸν πτωχὸν [[λοιδόρημα]] ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν Πλούτ. 2. 607Α. | |lstext='''λοιδόρημα''': τό, [[ὕβρις]], [[κακολογία]], [[σκῶμμα]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· τὸν πτωχὸν [[λοιδόρημα]] ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν Πλούτ. 2. 607Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, railing, abuse, Arist.EN1128a30; τὸν πτωχὸν λ. ποιεῖσθαι Plu.2.607a.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
reproche blessant, injure : λοιδόρημα ποιεῖσθαί τινα PLUT outrager qqn.
Étymologie: λοιδορέω.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδόρημα: τό, ὕβρις, κακολογία, σκῶμμα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν Πλούτ. 2. 607Α.
Greek Monolingual
λοιδόρημα, τὸ (Α) λοιδορώ
1. ύβρη, κακολογία, χλευασμός («τὸ γὰρ σκῶμμα, λοιδόρημά τί ἐστι», Αριστοτ.)
2. το αντικείμενο λοιδορίας («τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦνται», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λοιδόρημα: -ατος, τό, ύβρη, κακολογία, προσβολή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
λοιδόρημα: ατος τό брань, попрек, порицание Arst., Plut.