νυκτοπεριπλάνητος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nuktoperipla/nhtos | |Beta Code=nuktoperipla/nhtos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[roaming about by night]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 264</span> (lyr.). | |Definition=[ᾰ], ον, [[roaming about by night]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 264</span> (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτοπλανής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτοπεριπλάνητος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264. | |lstext='''νυκτοπεριπλάνητος''': -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:45, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτοπλανής.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.
Greek Monolingual
νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].
Greek Monotonic
νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοπεριπλάνητος: (ᾰ) шатающийся по ночам Arph.
Middle Liddell
νυκτο-περι-πλάνητος, ον, [πλανάομαι]
roaming about by night, Ar.