συμποιέω: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; [[μετά]] τινος, Luc. Pseudol. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; [[μετά]] τινος, Luc. Pseudol. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire avec <i>ou</i> ensemble, collaborer;<br /><b>2</b> aider à faire, venir en aide.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857. | |lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:12, 2 October 2022
English (LSJ)
A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.
German (Pape)
[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire avec ou ensemble, collaborer;
2 aider à faire, venir en aide.
Étymologie: σύν, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμποιέω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ ποίημα ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.
Greek Monotonic
συμποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι από κοινού, συνεργώ, βοηθώ, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
συμποιέω: совместно делать, сотрудничать, помогать Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.