τεχνήμων: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] gen. ονος, = [[τεχνήεις]]; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] gen. ονος, = [[τεχνήεις]]; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> travaillé avec art;<br /><b>2</b> ingénieux, habile.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνήμων''': -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.
|lstext='''τεχνήμων''': -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> travaillé avec art;<br /><b>2</b> ingénieux, habile.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνήμων Medium diacritics: τεχνήμων Low diacritics: τεχνήμων Capitals: ΤΕΧΝΗΜΩΝ
Transliteration A: technḗmōn Transliteration B: technēmōn Transliteration C: technimon Beta Code: texnh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A cunningly wrought, αὐλοί AP9.504. 2 skilful, of artists, Opp.C.1.326.

German (Pape)

[Seite 1103] gen. ονος, = τεχνήεις; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 travaillé avec art;
2 ingénieux, habile.
Étymologie: τέχνη.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνήμων: -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.

Greek Monolingual

-ῆμον, Α
1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων)].

Greek Monotonic

τεχνήμων: -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τεχνήμων: 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.).

Middle Liddell

τεχνήμων, ον, τέχνη
cunningly wrought, αὐλοί Anth.