ἀερώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0043.png Seite 43]] ες, luftartig, luftig, Arist. mund. 4; auch nebelig, dunkel, Sp., wie Plut., neben πυρῶδες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0043.png Seite 43]] ες, luftartig, luftig, Arist. mund. 4; auch nebelig, dunkel, Sp., wie Plut., neben πυρῶδες.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />brumeux, vaporeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀερώδης''': -ές, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: [[ἐλαφρός]], ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ [[ἀεροειδής]], ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ [[ἀερώδης]] [[φύσις]], Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. [[ἀεροειδής]].
|lstext='''ἀερώδης''': -ές, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: [[ἐλαφρός]], ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ [[ἀεροειδής]], ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ [[ἀερώδης]] [[φύσις]], Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. [[ἀεροειδής]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />brumeux, vaporeux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], -ωδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερώδης Medium diacritics: ἀερώδης Low diacritics: αερώδης Capitals: ΑΕΡΩΔΗΣ
Transliteration A: aerṓdēs Transliteration B: aerōdēs Transliteration C: aerodis Beta Code: a)erw/dhs

English (LSJ)

ες, A like air, of the soul, Epicur.Fr.314; Astrol., of signs, connected with the air, Vett.Val.7.26; light of texture, Sch.E.Or. 1431. 2 = ἀέρινος 2, τὴν χρόαν Dsc.5.152 (dub.). 3 τὸ ἀ. the airy nature, Placit.2.11.2, al., cf. Arist.Mu.395a20. II full of air, Id.PA669b2.

Spanish (DGE)

-ες
I 1aéreo, consistente en aire τῆς τοῦ πλεύμονος κινήσεως οὔσης ἀερώδους Arist.PA 669b2, cf. Plu.2.1054b, 1118e
propio de la naturaleza del aire ἡ ἀ. οὐσία Strato Lamps.88, νεφέλη Gp.1.2.4, neutr. subst. τὸ ἀ. M.Ant.10.7.2, op. τὸ πυρῶδες Placit.2.11.2, op. τὸ γεῶδες Thphr.Ign.7, Chrysipp.Stoic.2.136, op. τὸ φωτοειδές Chrysipp.Stoic.2.231, cf. 148.1.
2 semejante al aire del alma, Epicur.Fr.[158] 6
astrol. relacionado con el aire de los signos, Vett.Val.7.20, de la luna, Clem.Al.Strom.5.6.37
ligero Sch.E.Or.1431D.
II oscuro σποδός ἀ. ... τὴν χρόαν Dsc.5.152.2 (var.).

German (Pape)

[Seite 43] ες, luftartig, luftig, Arist. mund. 4; auch nebelig, dunkel, Sp., wie Plut., neben πυρῶδες.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
brumeux, vaporeux.
Étymologie: ἀήρ, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερώδης: -ές, (εἶδος) ὅμοιος ἀέρι, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 18: ἐλαφρός, ἐπὶ λεπτοῦ νήματος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1431. 2) ὡς τὸ ἀεροειδής, ἐπὶ χρώματος, τὴν χρόαν, Διοσκ. 5. 170: - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἀερῶδες, ἡ ἀερώδης φύσις, Ἐμπέδ. παρὰ Πλουτ. 2. 888Β. ΙΙ. πλήρης ἀέρος, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζῴων, 3, 6, 8, πρβλ. ἀεροειδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀερώδης: Arst., Plut. = ἀεροειδής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερώδης -ες ἀήρ van lucht, luchtachtig; subst. τὸ ἀερῶδες het luchtachtige, een van de elementen waaruit de kosmos bestaat.