ἀκαλλιέρητος: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[acogido desfavorablemente]] por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.<i>Bis Acc</i>.2, Philostr.<i>VA</i> 8.7.10. | |dgtxt=-ον<br />[[acogido desfavorablemente]] por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.<i>Bis Acc</i>.2, Philostr.<i>VA</i> 8.7.10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καλλιερέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαλλιέρητος''': -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, [[ἱερά]], Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3. | |lstext='''ἀκαλλιέρητος''': -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, [[ἱερά]], Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.
Spanish (DGE)
-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: ἀ, καλλιερέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.
Greek Monolingual
ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).
Greek Monotonic
ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).
Middle Liddell
ill-omened, ἱερά Aeschin.