ἀκροφύσιον: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">1</b> [[tubo de fuelle]] S.<i>Fr</i>.992, Th.4.100, fig. ῥήματα ... πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων palabras ... recién salidas del fuelle, recién forjadas</i> Ar.<i>Fr</i>.719.<br /><b class="num">2</b> [[cola de cometa]] D.C.78.30.1. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῡ-]<br /><b class="num">1</b> [[tubo de fuelle]] S.<i>Fr</i>.992, Th.4.100, fig. ῥήματα ... πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων palabras ... recién salidas del fuelle, recién forjadas</i> Ar.<i>Fr</i>.719.<br /><b class="num">2</b> [[cola de cometa]] D.C.78.30.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité du tuyau d'un soufflet;<br /><b>2</b> queue de comète.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[φῦσα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροφύσιον''': το, ([[φῦσα]]) ὁ σωλὴν τῶν φυσητήρων, Σοφ. Ἀποσπ. 824, Θουκ. 4. 100· ῥήματα ... ἐπιδεικνύναι πάντ᾿ ἀπ᾿ ἀκροφυσίων, πρόσφατα ἀπὸ τῶν φυσητήρων, [[μόλις]] ἐξελθόντα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, δηλ. νέα, «ἀπ᾿ ἀκροφυσίων λόγους ἐνδεικνύναι: οἱονεὶ καινοὺς καὶ νεοποιήτους» [[μόλις]] ἐξελθόντας ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561. ΙΙ. κομήτου [[οὐρά]], Δίων Κ. 78. 30. | |lstext='''ἀκροφύσιον''': το, ([[φῦσα]]) ὁ σωλὴν τῶν φυσητήρων, Σοφ. Ἀποσπ. 824, Θουκ. 4. 100· ῥήματα ... ἐπιδεικνύναι πάντ᾿ ἀπ᾿ ἀκροφυσίων, πρόσφατα ἀπὸ τῶν φυσητήρων, [[μόλις]] ἐξελθόντα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, δηλ. νέα, «ἀπ᾿ ἀκροφυσίων λόγους ἐνδεικνύναι: οἱονεὶ καινοὺς καὶ νεοποιήτους» [[μόλις]] ἐξελθόντας ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561. ΙΙ. κομήτου [[οὐρά]], Δίων Κ. 78. 30. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:45, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (φῦσα) A snout or pipe of pair of bellows, S.Fr.992, Th.4.100; ῥήματα . . ἐπιδεικνύναι πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων fresh from the bellows (as we say, 'from the anvil'), Ar.Fr.699. II comet's tail, D.C.78.30.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
1 tubo de fuelle S.Fr.992, Th.4.100, fig. ῥήματα ... πάντ' ἀπ' ἀκροφυσίων palabras ... recién salidas del fuelle, recién forjadas Ar.Fr.719.
2 cola de cometa D.C.78.30.1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 extrémité du tuyau d'un soufflet;
2 queue de comète.
Étymologie: ἄκρος, φῦσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροφύσιον: το, (φῦσα) ὁ σωλὴν τῶν φυσητήρων, Σοφ. Ἀποσπ. 824, Θουκ. 4. 100· ῥήματα ... ἐπιδεικνύναι πάντ᾿ ἀπ᾿ ἀκροφυσίων, πρόσφατα ἀπὸ τῶν φυσητήρων, μόλις ἐξελθόντα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, δηλ. νέα, «ἀπ᾿ ἀκροφυσίων λόγους ἐνδεικνύναι: οἱονεὶ καινοὺς καὶ νεοποιήτους» μόλις ἐξελθόντας ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ τεχνίτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 561. ΙΙ. κομήτου οὐρά, Δίων Κ. 78. 30.
Greek Monotonic
ἀκροφύσιον: τὸ (φῦσα), έμβολο ή σωλήνας φυσερού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροφύσιον: (ῡ) τό дульце кузнечного меха Thuc., Soph., Arph.
Middle Liddell
φῦσα
the snout or pipe of a pair of bellows, Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροφύσιον -ου, τό ἄκρος, φῦσα pijp van een blaasbalg.