ἀνθρωπομάγειρος: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cuisinier qui apprête la chair humaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μάγειρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6. | |lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:27, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.